- περιαγειρομαι
- περιαγείρομαιπερι-ᾰγείρομαι(о наградах) отовсюду собирать для себя
(ὥσπερ νικηφόροι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὥσπερ νικηφόροι Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περιαγείρομαι — Α συνάγω χρήματα ή δώρα για τον εαυτό μου ως μισθό ή αμοιβή («ὥσπερ οἱ νικηφόροι περιαγειρόμενοι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγείρω «συλλέγω, συναθροίζω»] … Dictionary of Greek
περιαγερμός — ὁ, Α [περιαγείρομαι] χρηματικός έρανος … Dictionary of Greek